
Τι μας δίδαξε το παρελθόν
Ανάλογα με την υπάρχουσα γνώση για το φαινόμενο της εξάρτησης και το βαθμό ετοιμότητας της πολιτείας η Πρόληψη των εξαρτήσεων διέγραψε μία πορεία μέχρι σήμερα:
Στη δεκαετία του ’70 επικρατούσε το σκεπτικό ότι η χρήση ουσιών είναι αποτέλεσμα της άγνοιας και της ελλιπούς πληροφόρησης. Την έγκυρη ενημέρωση ανέλαβαν «ειδικοί» με αποσπασματικές καμπάνιες για τις κατηγορίες των ουσιών και τις επιπτώσεις στον οργανισμό με κύριο στόχο τον εκφοβισμό. Οι καμπάνιες «πρόληψης» γινόταν συνήθως επετειακά – για την Παγκόσμια ημέρα κατά των Ναρκωτικών, ή με αφορμή ένα θάνατο από ναρκωτικά – και συχνά «πυροσβεστικά» – μπροστά σε κάποιο κίνδυνο υπό συνθήκες πανικού.
Στα τέλη του ’80 μέχρι τις αρχές του ’90 επικρατούσε η άποψη ότι οι έφηβοι δε θέλουν μεν να χρησιμοποιούν ουσίες αλλά δεν έχουν τις ικανότητες να αντισταθούν στις κοινωνικές πιέσεις. Χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικές συναισθηματικής εκπαίδευσης σε αξίες καθώς και διαπροσωπικές στρατηγικές λήψης αποφάσεων και αντίστασης στην επιρροή – «λέω όχι».
Εδώ η πρόληψη γινόταν τόσο από ειδικούς π.χ. γιατρούς όσο και από μη ειδικούς π.χ. πρώην χρήστες, αστυνομικούς, άτομα με κοινωνική επιρροή όπως κληρικοί, δήμαρχοι, καλλιτέχνες. Η πρόληψη γινόταν και πάλι περιστασιακά.
Οι πρακτικές του παρελθόντος δίδαξαν ότι οι μέθοδοι πρόληψης που βασίζονται στην πληροφόρηση και μόνο για τις ουσίες και τους κινδύνους της χρήσης, δεν είχαν αποτέλεσμα. Μάλιστα, μετά από έρευνες, βρέθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν στην αύξηση της χρήσης ουσιών, καθώς η πληροφόρηση αύξανε την περιέργεια και έδινε λεπτομερείς πληροφορίες για το με τι έμοιαζε η ουσία και που ακριβώς μπορούσε κάποιος να τη βρει και να τη χρησιμοποιήσει. Αύξηση της γνώσης δε σημαίνει και αλλαγή της συμπεριφοράς, ιδιαίτερα στους νέους που τείνουν να φλερτάρουν με ό,τι τους απαγορεύεται. Το να έχει επίσης κανείς την ικανότητα να πει «όχι» στη χρήση, δεν φάνηκε επαρκής παράγοντας προστασίας καθώς εστίαζε σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του συμπλέγματος των παραγόντων που συμβάλλουν στη χρήση ουσιών.
Βασική Φιλοσοφία της Πρόληψης
Σπυροπούλου Ελευθερία, κοινωνική και κλινική ψυχολόγος, Επιστημονικά Υπεύθυνη Κέντρου Πρόληψης «Δίκτυο Άλφα»
Η χρήση «ναρκωτικών» με τη μορφή και τις διαστάσεις που έχει πάρει σήμερα, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών κι αυτό γιατί τα ναρκωτικά προσβάλλουν το υγιέστερο τμήμα του πληθυσμού της κοινωνίας, τους νέους, οι οποίοι αποτελούν και το μέλλον της. Κανείς πλέον δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών γίνεται μόνο από περιθωριακές ομάδες ή κυρίως από τον δυτικό βιομηχανοποιημένο κόσμο. Είναι μία συμπεριφορά που εμφανίζεται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, αποτελώντας ένα είδος υποκουλτούρας των νέων. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που αλλάζουν συνεχώς, η παγκόσμια διαθεσιμότητα των παράνομων «ναρκωτικών» και η αυξανόμενη ζήτησή τους έχουν συμβάλλει στην εξάπλωση αυτού του παγκόσμιου προβλήματος.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ χρήσης και κατάχρησης, κατανάλωσης και εξάρτησης δεν είναι τόσο ευδιάκριτη. Χρειάζεται κανείς να δοκιμάσει μια ουσία, να αρχίσει να την αναζητά δραστήρια και να ενασχοληθεί έντονα μ’ αυτή για να φτάσει να γίνει εξαρτημένος. Η δοκιμή δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην εξάρτηση. Η χρήση και η εξάρτηση δεν είναι έννοιες ταυτόσημες (Κοκέβη, 1987). Στόχος της πρωτογενούς πρόληψης είναι ωστόσο η αποτροπή τόσο της χρήσης όσο και της εξάρτησης.
Το φαινόμενο της εξάρτησης αφορά τόσο τις παράνομες ουσίες (χασίς, ηρωίνη κ.α.), όσο και τις νόμιμες (τσιγάρο, αλκοόλ κ.α.), καθώς και τη μη σωστή χρήση των νόμιμα παρεχόμενων ουσιών (εισπνεόμενα, συνταγογραφούμενα φάρμακα). Η εξαρτητική συμπεριφορά μπορεί να σχετίζεται επίσης και με συνήθειες (τυχερά παιχνίδια, τζόγος κ.α.), με αντικείμενα (τηλεόραση, διαδίκτυο, κινητό κ.α.) καθώς και με διαπροσωπικές σχέσεις (εξάρτηση από γονείς, σύζυγο κ.α.). Πρωτογενής πρόληψη είναι το σύνολο των ενεργειών που απευθύνονται στις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και έχουν στόχο τη φυσική, ψυχική και κοινωνική ευεξία του ατόμου μειώνοντας τους κινδύνους να εμφανιστούν καινούριες περιπτώσεις ασθενειών και προβληματικών συμπεριφορών που βλάπτουν το άτομο. Ο ορισμός αυτός της πρωτογενούς πρόληψης δεν απευθύνεται μόνο στην αποτροπή της χρήσης ουσιών αλλά σε όλο το φάσμα των σωματικών και ψυχικών διαταραχών (Caplan, 1964, Cowen, 1988 στο Γιγελόπουλος, 2001). Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1975 και αξιολόγησαν τα προληπτικά προγράμματα για τη χρήση «ναρκωτικών» έδειξαν ότι τα προγράμματα που βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στη διαφώτιση και ενημέρωση του πληθυσμού, με έμφαση στους κινδύνους που εμπεριέχει η χρήση τοξικών ουσιών, όχι μόνο δεν ήταν αποτελεσματικά (Vuylsteek, 1979, Cowley et al., 1981 στο Κοκκέβη, 2001) αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (Schaps et al., 1981 στο Κοκκέβη, 2001). Οι μελέτες κατέληξαν ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά το πρόβλημα της τοξικομανίας είναι τα προγράμματα Αγωγής Υγείας που δίνουν έμφαση στην προώθηση υγιών τρόπων ζωής και στη διαμόρφωση υπεύθυνης συμπεριφοράς (Botvin & Wills, 1985 στο Κοκέβη, 2001). Τα προγράμματα αυτά βασίζονται στη διαπίστωση ότι πολλά από τα προβλήματα, τόσο της σωματικής, όσο και της ψυχικής υγείας, είναι στενά συνδεδεμένα με τον «τρόπο ζωής» που ακολουθεί το άτομο και ποιο συγκεκριμένα με την ψυχοκοινωνική του συμπεριφορά και την προσωπικότητά του. Από την «επιδερμική» πρόληψη της δεκαετίας του ’70 οι πολιτικές στρέφονται προς μία συνολικότερη προσέγγιση που ενδιαφέρεται για το «γιατί» της χρήσης και εξάρτησης. Με λίγα λόγια η πρόληψη δεν εστιάζει τόσο στις ίδιες τις ουσίες, όσο στις ανάγκες που αυτές έρχονται να καλύψουν, με τη λογική ότι η χρήση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της προσφοράς και της διαθεσιμότητας των ουσιών αλλά και της ζήτησής τους. Το σκεπτικό είναι ότι η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, όπως και άλλες συμπεριφορές που φαίνονται να στρέφονται ενάντια στον εαυτό και τους άλλους δεν εμφανίζεται τυχαία. Βρίσκει πρόσφορο έδαφος εκεί που συνυπάρχουν κάποιοι παράγοντες που καθιστούν το άτομο πιο ευάλωτο και λιγότερο έτοιμο να προστατέψει τον εαυτό του. Οι παράγοντες αυτοί αφορούν ελλείψεις τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Τα προσωπικά πιστεύω και οι αξίες, οι εσφαλμένες αντιλήψεις και στάσεις απέναντι στις ουσίες, τα συναισθηματικά προβλήματα και οι δυσκολίες διαχείρισής τους, οι χαμηλές προσδοκίες για τον εαυτό, η απουσία στόχων, η έλλειψη δεξιοτήτων αντίστασης στις επιρροές, η έλλειψη συναισθηματικού δεσμού με την οικογένεια, το σχολείο, τις δομές της κοινωνίας, οι δυσκολίες συναισθηματικής έκφρασης και δημιουργίας σχέσεων με τους άλλους, είναι μερικοί από τους παράγοντες που η ύπαρξή τους συνδέεται στενά με την ανάπτυξη βλαπτικών για την υγεία συμπεριφορών. Από την άλλη, οι σύγχρονες αξίες και νοοτροπίες όπως ο καταναλωτισμός, το «εύκολο» χρήμα, οι «μαγικές λύσεις», ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός, διαρρέοντας στα συστήματα της οικογένειας, της εκπαίδευσης, της εργασίας, της διασκέδασης και των ΜΜΕ, διαπαιδαγωγούν το σημερινό νέο, συμβάλλοντας στην απομάκρυνσή του τόσο από τον εαυτό του, όσο και από την κοινωνία.
Η «συνολική πολιτική πρόληψης» ενδιαφέρεται για το ίδιο το άτομο και όχι για τα συμπτώματά του, με την έννοια ότι η πρώιμη επιθετικότητα, τα προβλήματα συμπεριφοράς, τα προβλήματα στον ύπνο, στη διατροφή, η απουσία από το σχολείο ή η περιστασιακή χρήση ουσιών, είναι συμπτώματα που δηλώνουν ότι ο νέος αντιμετωπίζει δυσκολίες. Όταν αυτά τα πρώιμα συμπτώματα δεν γίνουν αντιληπτά και δεν αντιμετωπιστούν από τους ενήλικες, τότε εμφανίζονται πιο σοβαρά συμπτώματα, όπως παραπτωματικότητα, αυτοκτονία, τοξικομανία κτλ. Η πρόληψη, με το σκεπτικό αυτό, δεν αντιμετωπίζει κάθε σύμπτωμα ξεχωριστά, αλλά εκλαμβάνει το σύμπτωμα ως έκφραση άγχους και ελλείψεων σε συναισθηματικό επίπεδο. Είναι οι δυσκολίες και οι αιτίες που δημιουργούν το σύμπτωμα, αυτό που πρέπει να αντιμετωπιστεί και όχι το σύμπτωμα από μόνο του, το οποίο αποτελεί απλά έκφραση της δυσκολίας και μήνυμα ότι «κάτι δεν πάει καλά» (Gernais, 1994).
Η παραδοχή, επομένως, του ψυχοκοινωνικού χαρακτήρα της χρήσης ουσιών προσδιορίζει και τον ανάλογο προσανατολισμό της πρόληψης. Η πληροφόρηση είναι πλέον άρρηκτα δεμένη με τη διαπαιδαγώγηση του ατόμου. Κύριος στόχος των παρεμβάσεων πρόληψης είναι η εκπαίδευση των ενηλίκων να μπορούν να βλέπουν «πίσω» από το σύμπτωμα και να αναγνωρίζουν όσο το δυνατόν πιο νωρίς τις ανάγκες των νέων ανθρώπων ώστε να απαντούν σ’ αυτές με τρόπο που θα τους βοηθήσει να στηρίζονται στα πόδια τους. Τα προγράμματα που απευθύνονται τόσο στους ενήλικες όσο και στους νέους, δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη των απαραίτητων γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων (προσωπικών και κοινωνικών) που θα ενδυναμώσουν την προσωπικότητα του ατόμου ώστε να είναι σε θέση να επιλέγει υγιείς τρόπους συμπεριφοράς και να αυτοπροστατεύεται.
Με κύριους στόχους τη μείωση της ζήτησης εξαρτησιογόνων ουσιών και τη ενίσχυση της ικανότητας αυτοπροστασίας, κυρίως των νέων, τα προγράμματα που σχεδιάζονται και υλοποιούνται από το Κέντρο Πρόληψης «Δίκτυο Άλφα» ακολουθούν τις βασικές αρχές της πρωτογενούς πρόληψης για την αποτροπή της εξάρτησης που είναι οι εξής :
Τα προγράμματα πρόληψης οφείλουν να μειώνουν τους παράγοντες που φαίνεται να συνδέονται σε μεγαλύτερο ποσοστό με την πιθανότητα χρήσης ουσιών (παράγοντες κινδύνου) και να προωθούν τους παράγοντες που φαίνεται να συνδέονται με λιγότερες πιθανότητες για χρήση ουσιών (παράγοντες προστασίας) (Hawkins et.al. 2002 στο NIDA, 2003). Οι παράγοντες κινδύνου, όπως έχει φανεί σε προηγούμενες σειρές, ανιχνεύονται τόσο στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του ατόμου όσο και στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ο κίνδυνος να γίνει κανείς εξαρτημένος από ουσίες περιλαμβάνει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον αριθμό και τη μορφή των παραγόντων κινδύνου από τη μία (π.χ. συναισθηματικά προβλήματα) και στον αριθμό και τη μορφή των παραγόντων προστασίας (π.χ. γονεϊκή υποστήριξη) από την άλλη (NIDA, 2003). Η πιθανότητα επίδρασης κάποιων συγκεκριμένων παραγόντων αλλάζει από ηλικία σε ηλικία. Για παράδειγμα, κάποιοι παράγοντες που κινδύνου που σχετίζονται με την οικογένεια έχουν μεγαλύτερη επίδραση στα μικρότερα παιδιά, ενώ ο συσχετισμός με συνομηλίκους χρήστες ουσιών αποτελεί σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για έναν έφηβο, γεγονός που καθορίζει τις προτεραιότητες κάθε παρέμβασης ανάλογα με την ομάδα στόχου (Gerstein & Green, 1993; Kumpfer et. al., 1998 στο NIDA, 2003). Η έγκαιρη παρέμβαση στους παράγοντες κινδύνου (π.χ. επιθετική συμπεριφορά και χαμηλός αυτοέλεγχος) έχει συχνά μεγαλύτερη επίδραση από τις μετέπειτα παρεμβάσεις, καθώς συμβάλλει στη μεταβολή της αρχικής πορείας που έχει πάρει ένα παιδί, απομακρύνοντάς το από προβλήματα προς περισσότερο θετικές κατευθύνσεις (Lalongo et al., 2001 στο NIDA, 2003). Παρόλο που οι παράγοντες κινδύνου και οι παράγοντες προστασίας έχουν επίδραση σε όλες τις ομάδες ανθρώπων, οι παράγοντες αυτοί έχουν διαφορετική επίδραση ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα, το πολιτισμικό υπόβαθρο και το περιβάλλον του κάθε ατόμου (Beauvais et. al., 1996 στο NIDA, 2003).
Τα προγράμματα πρόληψης αφορούν όλους τους τύπους κατάχρησης ουσιών περιλαμβανομένης της χρήσης νόμιμων ουσιών (τσιγάρο, αλκοόλ) από ανήλικα άτομα, τη χρήση παράνομων ουσιών (χασίς, ηρωίνη κ.α.) και τη μη σωστή χρήση νόμιμα παρεχόμενων ουσιών (π.χ. εισπνεόμενα) και συνταγογραφούμενων φαρμάκων (Johnston et al., 2002 στο NIDA, 2003).
Τα προληπτικά προγράμματα οφείλουν να αναφέρονται στις συγκεκριμένες ανάγκες και χαρακτηριστικά μίας τοπικής κοινότητας και να στοχεύουν σε κείνους τους παράγοντες κινδύνου που μπορούν να τροποποιηθούν ή να μετριαστούν, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα κάθε δυνατό παράγοντα που μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά (Hawkins et al., 2002 στο NIDA, 2003).
Τα προληπτικά προγράμματα οφείλουν να είναι σχεδιασμένα ώστε να προσεγγίζουν τους παράγοντες κινδύνου μίας ομάδας ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως ηλικία, φύλο ή εθνικότητα, προκειμένου να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους (Oetting et al., 1997 στο NIDA, 2003).
Η «συνολική πολιτική πρόληψης» (Gernais, 1994) αναπτύσσει παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς που αποτελούν το κοινωνικό πλαίσιο της χρήσης, δηλαδή στο άτομο, στην οικογένεια, στην κοινότητα (σχολείο, γειτονιά, πόλη, πρόσωπα κύρους, ΜΜΕ κτλ) και στις υπηρεσίες υγείας (δικτύωση). Οι παρεμβάσεις είναι πολυεπίπεδες και σαν στόχο έχουν να απευθυνθούν σε όσο το δυνατό περισσότερες ομάδες πληθυσμού εκτός από τον προφανή πληθυσμό – στόχο χρησιμοποιώντας τον σαν αφορμή. Οι προληπτικές παρεμβάσεις που αναμειγνύουν δύο ή περισσότερα προληπτικά προγράμματα, όπως επικεντρωμένα στην οικογένεια και επικεντρωμένα στο σχολείο προγράμματα, έχει βρεθεί ότι είναι πιο αποτελεσματικά από ότι ένα πρόγραμμα μόνο του (Battistich et al., 1997 στο NIDA, 2003).
Πιο αποτελεσματικά είναι τα προγράμματα πρόληψης που παρεμβαίνουν τόσο στο ατομικό επίπεδο (διαμόρφωση προσωπικών στάσεων και συμπεριφορών) όσο και στο κοινωνικό επίπεδο (διαμόρφωση κανόνων λειτουργίας και αξιών ενός συστήματος, π.χ σχολείου ή γειτονιάς) (Pentz, 1996).
Oι παρεμβάσεις πρόληψης πρέπει να εμπλέκουν όσο το δυνατό περισσότερους φορείς και ανθρώπους που θα εκπαιδευτούν και θα αγκαλιάσουν το πρόγραμμα, προκειμένου να επιτευχθεί (αν είναι δυνατόν) συνολικότερη αλλαγή στάσης σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Οι ειδικοί οφείλουν να επιμορφώνουν τους ενήλικες, οι οποίοι με τη σειρά τους γίνονται οι «ενήλικες υποστηρικτές» των νέων (Gernais, 1994) και οι βασικοί συνεργάτες στην πρόληψη. Έτσι, τα προγράμματα πρόληψης στην οικογένεια πρέπει να προωθούν τη σύνδεση και τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα σ’ αυτή και να περιλαμβάνουν εκπαίδευση των γονέων σε δεξιότητες: πρακτική στην ανάπτυξη, συζήτηση και ενδυνάμωση της οικογενειακής πολιτικής, δεξιότητες υποστηρικτικής συμπεριφοράς απέναντι στα παιδιά και τοποθέτηση απέναντι στο θέμα της εξάρτησης, παρέχοντας ταυτόχρονα ενημέρωση και πληροφόρηση για τις ουσίες. Τα προληπτικά προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης, εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε πρακτικές διαχείρισης της τάξης, όπως υιοθέτηση ενισχυτικής στάσης απέναντι στη θετική συμπεριφορά των μαθητών. Τέτοιες τεχνικές βοηθούν στην προώθηση της θετικής συμπεριφοράς, της επίτευξης, του κινήτρου για μάθηση και το δέσιμο με το σχολείο (NIDA, 2003). Οι ενήλικες που βρίσκονται σε καθημερινή βάση δίπλα στα παιδιά και αναπτύσσουν στενή σχέση μαζί τους, έχουν και τη μεγαλύτερη πιθανότητα να ενισχύσουν με τη στάση τους τόσο τους παράγοντες κινδύνου όσο και τους παράγοντες που θα τα προστατέψουν από βλαπτικές συμπεριφορές.
Τα προγράμματα πρόληψης σχεδιάζονται ώστε να παρέμβουν όσο νωρίτερα γίνεται, ακόμη απ’ την προσχολική ηλικία, ώστε να εντοπιστούν οι παράγοντες κινδύνου όπως η επιθετική ή αποσυρμένη συμπεριφορά, οι φτωχές κοινωνικές δεξιότητες και οι μαθησιακές δυσκολίες. Οι συμπεριφορές αυτές μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν, αν δεν αντιμετωπιστούν, παράγοντες κινδύνου για άλλες βλαπτικές συνέπειες αργότερα στο Δημοτικό και Γυμνάσιο, όπως η απόρριψη από τους συνομηλίκους, η κοινωνική απομόνωση, η εγκατάλειψη του σχολείου και η σύνδεση με «επικίνδυνες» παρέες.
Ο έρευνες δείχνουν ότι κάποιες περίοδοι της ζωής συνδέονται με μεγαλύτερη συσσώρευση παραγόντων κινδύνου. Αυτές οι περίοδοι είναι τα μεταβατικά στάδια που περνά κάθε άνθρωπος από την παιδική μέχρι και όλη την ενήλικη ζωή. Τέτοιες μεταβάσεις είναι για τα παιδιά, η μετάβαση από την ασφάλεια της οικογένειας στο σχολικό πλαίσιο, η μετάβαση στο Δημοτικό, έπειτα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, καθώς και η μετάβαση στο Πανεπιστήμιο, μακριά συχνά από την οικογένεια.. Για τους ενήλικες, η εισαγωγή στο στρατό, ο γάμος, η γέννηση των παιδιών, η αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι, η κλιμακτήριος, είναι εξελικτικά στάδια που συνδέονται με μεγαλύτερο άγχος και ανασφάλεια, αυξάνοντας την πιθανότητα για αναζήτηση ανακούφισης με λάθος μέσα. Συμβάντα της ζωής επίσης, όπως ο θάνατος αγαπημένων ανθρώπων, το διαζύγιο, η μετακίνηση και άλλα, μπορεί να αυξήσουν εξίσου το άγχος και τα δυσβάσταχτα συναισθήματα. Τα προληπτικά προγράμματα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες και να εστιάζουν στους ανάλογους παράγοντες προστασίας (NIDA, 2003).
Τα προληπτικά προγράμματα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμα με επαναληπτικές παρεμβάσεις, για να ενισχύσουν τους αρχικούς στόχους της παρέμβασης (Scheier et al., 1999 στο NIDA, 2003)
Τα προληπτικά προγράμματα είναι πιο αποτελεσματικά όταν υιοθετούν αλληλεπιδραστικές τεχνικές, όπως ομάδες συζήτησης συνομηλίκων και παίξιμο ρόλων, γιατί επιτρέπουν την ενεργητική εμπλοκή στη μάθηση για την εξάρτηση, ενισχύοντας τις κατάλληλες δεξιότητες (Botvin, et al.,1995 στο NIDA, 2003). Όσο πιο αλληλεπιδραστικό είναι το πρόγραμμα και όσο πιο πολλές ευκαιρίες δίνει στους ανθρώπους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους τόσο καλύτερα φαίνονται τα αποτελέσματα (Flay, 2000 στο Γιγελόπουλος, 2001).
Τα προληπτικά προγράμματα που στοχεύουν στο γενικό πληθυσμό σε κομβικές μεταβατικές φάσεις, όπως η μετάβαση στο γυμνάσιο μπορούν να έχουν θετική επίδραση ακόμη και σε υψηλού κινδύνου οικογένειες και παιδιά (Botvin et al., 1995 Dishion et al., 2002 στο NIDA, 2003). Οι παρεμβάσεις αυτές, καθώς δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά σε ομάδες υψηλού κινδύνου, αποκλείουν το στιγματισμό των συμμετεχόντων και δίνουν τη δυνατότητα κάλυψης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ενισχύοντας τους παράγοντες προστασίας (Offord, 2000 στο Γιγελόπουλος, 2001).
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να καταγραφούν κάποιες επισημάνσεις και διαπιστώσεις :
Αποτρέποντας τους παράγοντες κινδύνου για τη χρήση ουσιών προλαμβάνεται και μία σειρά άλλων προβλημάτων συμπεριφοράς όπως είναι η βία, η επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, η αυτοκτονία κ.τ.λ.
Η πρόληψη δεν μπορεί να επιτευχθεί με μακροσκελείς, απρόσωπες και αποσπασματικές ομιλίες σε μεγάλο αριθμό ατόμων
Οι εκδηλώσεις και οι καμπάνιες με ηθικοπλαστικό περιεχόμενο, αποτυγχάνουν να προσεγγίσουν τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και προκαλούν την αντίδραση των νέων (Gernais, 1994)
Η προώθηση εναλλακτικών λύσεων και συμπεριφορών στα αδιέξοδα της καθημερινότητας απαιτεί την εμπλοκή τόσο του απλού πολίτη όσο και της πολιτείας. Η πρόληψη της εξάρτησης και η προαγωγή της υγείας γενικότερα, δεν είναι θέμα μόνο των ειδικών. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι ενήλικες που βρίσκονται σε θέσεις «κλειδιά» στον αθλητικό, πολιτιστικό και διοικητικό τομέα μίας τοπικής κοινωνίας, αλλά και κάθε πολίτης ξεχωριστά έχει το δικό του ρόλο και τρόπο στην πρόληψη, αφού αυτή ζυμώνεται στις καθημερινές πράξεις, αποφάσεις, στον τρόπο επικοινωνίας και στην ποιότητα των σχέσεων που θα αναπτυχθούν στην οικογένεια, στο σχολείο, στην παρέα, στη γειτονιά, τα οποία θα δώσουν την ευκαιρία στο άτομο να εκφραστεί, να δημιουργήσει δεσμούς, να εκτιμήσει τον εαυτό του και να θέσει υγιείς στόχους. Το στέλεχος πρόληψης δεν είναι ο ειδικός που από θέση εξουσίας έρχεται να «λύσει» τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, αλλά αυτός που θα εκπαιδεύσει τους ενήλικες σε μία «άλλη ματιά» για την εξάρτηση και θα βοηθήσει την κοινότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της, να προβληματιστεί πάνω σ’ αυτές, προκειμένου να αυτενεργήσει για τη βελτίωση των συνθηκών και την ενίσχυση των παραγόντων που προστατεύουν την ψυχική υγεία
Βασική φιλοσοφία – Βιβλιογραφία
Gernais, Y. (1994). Η πρόληψη της τοξικομανίας για εφήβους. Παρίσι: Hormattain
Γιγελόπουλος, Θ. (2001). Αναδρομή στο ιστορικό των προληπτικών παρεμβάσεων και νεότερες ερευνητικές εξελίξεις. Ημερίδα για την παγκόσμια μέρα κατά των ναρκωτικών του Κέντρου Πρόληψης Κοζάνης.
National institute on Drug Abuse (2003) Preventing Drug Use among Children and Adolescents. Second Edition. US Department of Health and Human Services. National Institute of Health.
Κοκκέβη, Α. & Μόστριου, Α. (2001). Εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης για την προαγωγή της υγείας σε σχολεία της Αθήνας. Αθήνα: ΟΚΑΝΑ.
Κοκκέβη, Α.(1987). Η χρήση νόμιμων και παράνομων τοξικών ουσιών στην εφηβεία, στο βιβλίο των Γ. Τσιάντη και Σ. Μανωλόπουλου Σύγχρονα θέματα Παιδοψυχιατρικής, Αθήνα, Καστανιώτης
Pentz, M.A. (1996). Preventing Drug Abuse Through the Community: Multicomponent Programs Make the Difference, στο NIDA – National Conference on Drug Abuse Prevention Research – Plenary Session 6