Σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων Ε.Ο.Π.Α.Ε.

σύμβολο τοις εκατό

Επιδημιολογικά στοιχεία

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη πανελλήνια έρευνα στο μαθητικό πληθυσμό (ESPAD 2024), καταγράφεται αύξηση στα ποσοστά σημαντικών δεικτών που εξετάζουν την χρήση ουσιών και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές στους16χρονους μαθητές στην Ελλάδα όπως η υπερβολική πολύ πρόσφατη κατανάλωση αλκοόλ, η χρήση ηλεκτρονικού και παραδοσιακού τσιγάρου, η χρήση κάποιας παράνομης ουσίας, η ενασχόληση με τα τυχερά και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα προβλήματα λόγω της συχνής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.  

Σε σχέση με τους Ευρωπαίους μαθητές, οι Έλληνες μαθητές υπερτερούν στους δείκτες που αφορούν την κατανάλωση αλκοόλ (με εξαίρεση την πολύ πρόσφατη μέθη όπου βρίσκονται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο), το κάπνισμα ηλεκτρονικού και παραδοσιακού τσιγάρου και την εύκολη πρόσβαση σε αυτά, την πρόσφατη ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια, τη πολύ πρόσφατη χρήση κάνναβης και την αντίληψη εύκολης πρόσβασης στην χρήση κάνναβης, την χρήση κάποιας εισπνεόμενης ουσίας, την χρήση οπιοειδών παυσίπονων.

Όσον αφορά το αλκοόλ:

  • Συνεχίζεται η διαχρονική μείωση που παρατηρείται στη δοκιμή και την πολύ πρόσφατη χρήση αλκοόλ στους 16χρονους Έλληνες μαθητές. Αύξηση ωστόσο σημειώνεται στο ποσοστό των μαθητών που έχουν κάνει βαριά πολύ πρόσφατη κατανάλωση αλκοόλ και το ποσοστό της πολύ πρόσφατης μέθης (ESPAD 2024).
  • 86% των μαθητών κατανάλωσαν αλκοόλ το 2024 ενώ το 2015 το ποσοστό έφτανε το 94% (ESPAD 2024).
  • Τουλάχιστον ένας στους τρεις εφήβους, ποσοστό 37%, έχει πολύ πρόσφατα πιει διαδοχικά, σε μία περίσταση, 5+ οινοπνευματώδη ποτά, από 32% το 2019 (ESPAD 2024).
  • 13% των μαθητών το 2024 δήλωσε ότι μέθυσε πολύ πρόσφατα έναντι 10% το 2019 (ESPAD 2024).
  • Το 35% των μαθητών Λυκείου θεωρεί ακίνδυνη τη σχεδόν καθημερινή κατανάλωση 1-2 ποτών (ESPAD 2019).
  • Διαχρονικά, μειώνονται οι διαφορές στα ποσοστά των αγοριών και των κοριτσιών στην πολύ πρόσφατη κατανάλωση αλκοόλ, την υπερβολική κατανάλωση και την μέθη (ESPAD 2024).
  • Οι έφηβοι του Ν. Θεσσαλονίκης αναφέρουν πολύ πρόσφατη και συχνή υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό (10,2%) συγκριτικά με τους εφήβους της επαρχίας (13,0%). Επιπλέον, αναφέρουν πολύ πρόσφατη μέθη, σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό (10,6%) συγκριτικά με τους εφήβους της επαρχίας (12,3%) (ESPAD 2019).
  • Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι έφηβοι από υψηλότερο οικονομικό επίπεδο ενώ θεωρούν «επικίνδυνο» το να πίνει κανείς 1-2 ποτά σχεδόν καθημερινά, ωστόσο καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά σε όλους τους δείκτες κατανάλωσης και μέθης μεταξύ των συνομηλίκων τους – πιθανώς λόγω της ευκολότερης πρόσβασής τους σε οινοπνευματώδη ποτά (ESPAD 2019).
  • Οι Έλληνες μαθητές 15 ετών κατατάσσονται στην 3η θέση στην κατανάλωση αλκοόλ τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους μεταξύ ευρωπαϊκών και άλλων χωρών σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (HBSC/WHO 2022). Οι Έλληνες 15χρονοι δεν διαφέρουν από τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους στα ποσοστά μέθης (HBSC/WHO 2022). Ωστόσο, τα ποσοστά των 16χρονων μαθητών στην Ελλάδα σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες του αλκοόλ εμφανίζονται υψηλότερα από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών (ESPAD 2024). 46% των 13χρονων Ελλήνων εφήβων στην Ελλάδα έχουν καταναλώσει αλκοόλ έστω μια φορά στη ζωή τους έναντι 33% στις υπόλοιπες χώρες και 76% των 15χρονων στην Ελλάδα έναντι 57% στις άλλες χώρες (HBSC/WHO 2022) .
  • Το ποσοστό των 16χρονων μαθητών που ήπιαν κάποιο ενεργειακό ποτό τον τελευταίο μήνα αυξήθηκε από 28,1% το 2015 σε 41,9% το 2019. 54,8% των μαθητών πίνουν καφέ εβδομαδιαία και 16,2% καθημερινά (ESPAD 2019).

Ειδικότερα για τη χρήση παράνομων ουσιών:

  • Διαχρονικά στην Ελλάδα παρατηρείται σημαντική αύξηση στο ποσοστό των 16χρονων που έχουν κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας στη διάρκεια της ζωής τους. Η αύξηση αυτή αφορά τόσο την κάνναβη, συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας χρήσης κάνναβης, όσο και συνολικά τις υπόλοιπες παράνομες ουσίες (ESPAD 2024).
  • 13% των 16 χρονων Ελλήνων μαθητών το 2024 δηλώνουν ότι έχουν κάνει χρήση κάποιας παράνομης ουσίας ενώ το 2019 το ποσοστό ήταν 9,4% (ESPAD 2024).
  • 11% των 16χρονων έχει κάνει χρήση κάνναβης – με μεγάλη διαφορά είναι η δημοφιλέστερη παράνομη ουσία. Το 6,2% των 16χρονων δηλώνουν πολύ πρόσφατη χρήση συγκριτικά με 4,7% το 2019. Το ποσοστό των εφήβων που δοκίμασαν κάνναβη σε πολύ μικρή ηλικία αυξάνεται στο 2,0% από 1,2% το 2019, κυρίως στα αγόρια (ESPAD 2024).
  • Το 34% των 16χρονων θεωρεί ότι είναι εύκολο να βρουν κάνναβη αν το επιθυμούσαν, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2019 (28%). Την άποψη αυτή δηλώνουν στο ίδιο ποσοστό τα αγόρια και τα κορίτσια (ESPAD 2024).
  • Μειώνεται το ποσοστό των 16χρονων στην Ελλάδα που αναφέρουν ότι έχουν κάνει χρήση κάποιας εισπνεόμενης ουσίας (11% το 2024 συγκριτικά με 13% το 2019), κυρίως στα αγόρια, αν και το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (7,5%) (ESPAD 2024).
  • Ένας στους 7 (15%) 16χρονους στην Ελλάδα έχει κάνει μη ιατρική χρήση συνταγογραφούμενου ψυχοδραστικού φαρμάκου (ηρεμιστικού/υπνωτικού ή ισχυρού οπιοειδούς παυσίπονου) (ESPAD 2024) .
  • Ένας στους 13 (7,8%) 16χρονους στην Ελλάδα έχει κάνει μη ιατρική χρήση ηρεμιστικού/υπνωτικού φαρμάκου. Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με το 2019 (3,5%) τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια (ESPAD 2024).
  •  Ένας στους 4 (26%) θεωρεί ότι είναι εύκολο να βρει ηρεμιστικό/υπνωτικό φάρμακο εφόσον το θελήσει (ESPAD 2024).
  • Το ποσοστό χρήσης οπιοειδών παυσίπονων από 16χρονους εφήβους στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (10% και 6,9%, αντίστοιχα) (ESPAD 2024).
  • Το 2024 αναφέρεται η χρήση του HHC, έστω και μία φορά τους τελευταίους 12 μήνες, από το 6,8% των 16χρονων μαθητών στην Ελλάδα. Το HHC είναι ένα νέο ημισυνθετικό κανναβινοειδές που εντοπίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2022 και έκτοτε παρακολουθείται από τις αρμόδιες αρχές καθώς η ουσία πωλείται σε ιστοσελίδες και φυσικά περίπτερα (ΕΚΤΕΠΝ 2024).
  • Αυξάνεται το ποσοστό των 16χρονων μαθητών που θεωρούν εύκολη την πρόσβαση σε ουσίες (κυρίως την κάνναβη, την κοκαΐνη και τα ισχυρά οπιοειδή παυσίπονα) (ESPAD 2019). Η αύξηση του ποσοστού των 16χρονων που θεωρούν «εύκολη» την πρόσβαση σε ουσίες, «ακίνδυνη» τη χρήση και αναφέρουν χρήση της ουσίας στο φιλικό τους περιβάλλον, αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση προβλημάτων από τη χρήση παράνομων ουσιών στο μέλλον.
  • Ο Νομός Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει υψηλή θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους Νομούς της χώρας σε δείκτες σχετιζόμενους με την κάνναβη (πχ 5,8% των μαθητών Λυκείου έχει κάνει συχνή χρήση τις τελευταίες μέρες με μέγιστο ποσοστό 7,7% στη Χαλκιδική), τις νέες ψυχοδραστικές ουσίες, τα συνθετικά κανναβιδοειδή και τα ηρεμιστικά/υπνωτικά (6,5% των μαθητών στη Θεσσαλονίκη έχει κάνει χρήση τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του με μέγιστο ποσοστό 8% στο Νομό Λέσβου) (ESPAD 2019).

Πέρα από την σχέση με τις ουσίες, στον μαθητικό πληθυσμό εξετάζεται επίσης η ενασχόληση με το διαδίκτυο.

  • Από το 2015 στο 2019 και το 2024 το ποσοστό 16χρονων μαθητών με υψηλό βαθμό προσκόλλησης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης συνεχίζει να αυξάνεται σημαντικά και στα δύο φύλα (από 36,1% σε 43,8% σε 48%). Οι έφηβοι αυτοί αναφέρουν προβλήματα που συνδέονται με την συχνότητα ενασχόλησης στα ΜΚΔ όπως το ότι θεωρούν ότι περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο σε αυτά, αρνητική διάθεση στη διακοπή χρήσης/ στέρηση, προβλήματα στη σχέση με τους γονείς λόγω της προσκόλλησης κα (ESPAD 2024).
  • Tα κορίτσια καταγράφουν υψηλότερο ποσοστό στις δυσκολίες λόγω υπερβολικής ενασχόλησης με τα ΜΚΔ το οποίο αυξάνεται διαχρονικά, από 46,9% το 2019 στο 54% το 2024, έναντι των αγοριών, από 35,8% το 2019 στο 42% το 2024 (ESPAD 2024).
  • Σύμφωνα με άλλη πηγή, το 13% των εφήβων 11-15 ετών στην Ελλάδα κάνει προβληματική χρήση των ΜΚΔ ενώ το ποσοστό των εφήβων διεθνώς ανέρχεται σε 11%. Το ποσοστό αυτό είναι σήμερα αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια καθώς και σε όλες τις ηλικίες (11 ετών, 13 ετών και 15 ετών). Επιπλέον, οι 13χρονοι και οι 15χρονοι φαίνεται να είναι σε δυσμενέστερη θέση όσον αφορά τον βαθμό προσκόλλησης στα ΜΚΔ σε σύγκριση με τους 11χρονους (HBSC/WHO 2022).
  • Οι έφηβοι από οικογένειες  υψηλότερου οικονομικού επιπέδου, αναφέρουν σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό καθημερινή, συνεχή επικοινωνία στα ΜΚΔ συγκριτικά με τους ομότιμούς τους από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου (HBSC/WHO 2022).
  • Οι 16χρονοι έφηβοι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν προβλήματα από την συχνότητα χρήσης των ΜΚΔ σε παρόμοιο ποσοστό σε σχέση με τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους. Η Ελλάδα ακολουθεί την αύξηση του ποσοστού των εφήβων με προβλήματα λόγω υπερβολικής ενασχόλησης με τα ΜΚΔ όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (ESPAD 2024).
  • Σημαντική αύξηση σημειώνεται και στο ποσοστό των 16χρονων στην Ελλάδα που παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια: από 59% το 2019 στο 71% το 2024. Η αύξηση αυτή εντοπίζεται κυρίως στα κορίτσια και αφορά την χρήση τόσο στις καθημερινές όσο και τα Σαββατοκύριακα/αργίες (ESPAD 2024).
  • Μεγαλύτερο ποσοστό 13χρονων (22%) και 15χρονων (23%) εφήβων ασχολούνται ημερησίως για 4+ ώρες με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συγκριτικά με τους 11χρονους (16%) (HBSC/WHO 2022).
  • Παρόμοια αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των εφήβων που αναφέρουν προβλήματα από την συχνή ενασχόλησή τους με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια: από 17% το 2015, στο 19% το 2019 και στο 21% το 2024. Η αύξηση σημειώνεται κυρίως στα κορίτσια. Παρ’ όλ’ αυτά, σε όλους τους δείκτες που μετρούν την ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα αγόρια σκοράρουν υψηλότερα ποσοστά (ESPAD 2024).
  • Το ποσοστό των εφήβων ηλικίας 11-15 ετών στην Ελλάδα που παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια για 4+ ώρες ημερησίως είναι σημαντικά υψηλότερο μεταξύ άλλων στους εφήβους από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου (24%), έναντι εκείνων από οικογένειες μέσου (19%) και υψηλότερου (19%) οικονομικού επιπέδου καθώς και στους εφήβους με γονιό που επίσης παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια (26%), έναντι εκείνων με γονιό που δεν παίζει (18%) (HBSC/WHO 2022).
  • Παρά την αύξηση, οι 16χρονοι μαθητές στην Ελλάδα σημειώνουν χαμηλότερα ποσοστά σχεδόν σε όλους τους δείκτες ενασχόλησης με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συγκριτικά με τους συνομηλίκούς τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, το ποσοστό για τα προβλήματα από την συχνή ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στους 16χρονους στην Ελλάδα είναι παρόμοιο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ESPAD 2024).

Αναφορικά με τον τζόγο:

  • Περίπου ένας στους τρεις 16χρονους μαθητές  στην Ελλάδα (ποσοστό 36%) έχουν παίξει/στοιχηματίσει χρήματα σε τυχερά παιχνίδια πρόσφατα, δηλαδή τους τελευταίους 12 μήνες, η πλειοψηφία σε επίγειο κατάστημα (ποσοστό 92%) αλλά και σε διαδικτυακή πλατφόρμα (ποσοστό 72%). Το αντίστοιχο ποσοστό του 2019 ήταν 18,7% των εφήβων ενώ το 2015 30,3% (ESPAD 2024).
  • Σημαντικά αυξάνεται και το ποσοστό των 15χρονων που έχει παίξει/στοιχηματίσει πολλές φορές (≥3 φορές) πρόσφατα (τις τελευταίες 30 μέρες): από 5,0% το 2018 σε 10,2% το 2022 (HSBC/WHO 2022).
  • Σημαντικά αυξημένο για τα αγόρια εμφανίζεται το ποσοστό εκείνων που έπαιξαν/στοιχημάτισαν διαδικτυακά, από 62% το 2015 σε 72% το 2024 (ESPAD 2024).
  • Παράλληλα, αυξάνεται οριακά το ποσοστό των κοριτσιών που στοιχημάτισαν σε επίγειο κατάστημα: από 88% το 2015 σε 91% το 2024 (ESPAD 2024).
  • Το 7% των 16χρονων μαθητών είναι πιθανά εθισμένοι στον τζόγο με βάση τις απαντήσεις τους σε ειδική κλίμακα (ESPAD 2024). Σε αντίστοιχη έρευνα, το ποσοστό των 15χρονων στην Ελλάδα που είναι «σε κίνδυνο» ή «ήδη
    εθισμένοι» στα τυχερά παιχνίδια φτάνει το 8,9% (HSBC/WHO 2022).
  • Τα αγόρια υπερτερούν στον πρόσφατο στοιχηματισμό, τον διαδικτυακό τζόγο, τον πιθανό εθισμό στα τυχερά παιχνίδια (ESPAD 2024). Τα κορίτσια ωστόσο σημειώνουν μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό του πιθανού εθισμού (ESPAD 2024).
  • Oι έφηβοι από υψηλότερο οικονομικό επίπεδο αναφέρουν στοιχηματισμό μέσω διαδικτύου σε διπλάσιο ποσοστό (8,1%) συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους από χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο (4,5%) (ESPAD 2019).
  • Οι έφηβοι με γονιό που παίζει τυχερά παιχνίδια διατρέχουν 60% μεγαλύτερο κίνδυνο όταν είναι αγόρια και 2,6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο όταν είναι κορίτσια συγκριτικά με τους εφήβους χωρίς γονιό που παίζει τυχερά παιχνίδια (HSBC/WHO 2022).
  • Στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό εφήβων (36%), και στα δύο φύλα, συγκριτικά με τις περισσότερες από τις χώρες που συμμετέχουν πανευρωπαϊκά στην έρευνα (22%), οι οποίοι αναφέρουν ότι στοιχημάτισαν χρήματα τουλάχιστον μία φορά τους τελευταίους 12 μήνες, σε τυχερά παιχνίδια τόσο στο διαδικτυακό όσο και στο “επίγειο” παιχνίδι. Παρ’ όλ’ αυτά, το ποσοστό των πιθανά εθισμένων εφήβων είναι λίγο πιο χαμηλό από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών (7% έναντι 8,5% στις άλλες χώρες) (ESPAD 2024).  

Αναφορικά με το κάπνισμα στους εφήβους: 

  • Το ποσοστό των 16χρονων μαθητών στην Ελλάδα που έχουν καπνίσει παραδοσιακό ή/και ηλεκτρονικό/vape τσιγάρο αυξήθηκε στο 54% το 2024 συγκριτικά με 43% το 2019.  Ένας στους 5 (19%) καπνίζει κάποια από αυτά καθημερινά (ESPAD 2024).
  • Το ποσοστό των 16χρονων εφήβων που αναφέρουν κάπνισμα σε πολύ μικρή ηλικία (≤13 ετών) αυξήθηκε σημαντικά από το 2019 στο 2024: από 1,3% σε 3,6%, στην περίπτωση του παραδοσιακού τσιγάρου και από 2,3% σε 6,4% στην περίπτωση του ηλεκτρονικού/vape. Δεν υπάρχουν διαφορές στο κάπνισμα στην πολύ μικρή ηλικία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών (ESPAD 2024).
  • Τα κορίτσια αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό κάπνισμα παραδοσιακού ή/και ηλεκτρονικού/vape τσιγάρου συγκριτικά με τα αγόρια, ιδιαίτερα για το ηλεκτρονικό/vape τσιγάρο, ενώ το κάπνισμα αυξήθηκε περισσότερο στα κορίτσια από το 2019 ως το 2024 (ESPAD 2024). 
  • Τα κορίτσια πειραματίζονται με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα σε μεγαλύτερο ποσοστό, τα αγόρια καπνίζουν ναργιλέ σε υψηλότερο ποσοστό (HSBC/WHO 2022).
  • Το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι περισσότερο διαδεδομένο στο Νομό Θεσσαλονίκης και στις υπόλοιπες περιοχές συνολικά σε σύγκριση με το Νομό Αττικής (HSBC/WHO 2022).
  •  Περισσότεροι έφηβοι των οποίων έστω κι ένας/μια γονιός καπνίζει (έστω και σπάνια) αναφέρουν κάπνισμα συγκριτικά με τους εφήβους των οποίων κανένας/καμία γονιός δεν καπνίζει (HSBC/WHO 2022). 
  • Οι 16χρονοι στην Ελλάδα αναφέρουν ότι έχουν καπνίσει παραδοσιακό ή/και ηλεκτρονικό/vape τσιγάρο σε υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τους ομοτίμους τους στις περισσότερες από τις χώρες που συμμετέχουν πανευρωπαϊκά στην έρευνα ESPAD (μέσος όρος στις υπόλοιπες χώρες 48% έναντι 54% στην Ελλάδα). Η Ελλάδα υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο στο παραδοσιακό όσο και στο ηλεκτρονικό/vape τσιγάρο και στα δύο φύλα. Επίσης, οι έφηβοι στην Ελλάδα θεωρούν σε υψηλότερο ποσοστό ότι είναι εύκολο να βρουν παραδοσιακά ή ηλεκτρονικά/vape τσιγάρα αν το θελήσουν (ESPAD 2024).

Ως προς τη χρήση ουσιών στον γενικό πληθυσμό, η Ελλάδα σημειώνει μείωση στη χρήση νόμιμων ουσιών (καπνός, αλκοόλ) και προσεγγίζει τον ευρωπαικό μέσο όρο. Αντίθετα, παρατηρείται αύξηση στη χρήση παράνομων ουσιών (κάνναβη & νέες ψυχοδραστικές ουσίες), αν και η χρήση παραμένει χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ειδικότερα, όσον αφορά το κάπνισμα:

  • Οι καθημερινοί καπνιστές στην Ελλάδα από 31,9% το 2009 μειώθηκαν σε 24,9% το 2019. Οι περιστασιακοί από 6% σε 3,7%. Η μείωση είναι σημαντικότερη στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 24 ετών.
  • Η παραπάνω μείωση αναχαιτίστηκε από την πρόσφατη πανδημία. Παρατηρείται: Μικρού βαθμού αύξηση του καπνίσματος, ιδίως των περιστασιακών καπνιστών, και ιδιαίτερη αύξηση στους εργαζόμενους που τέθηκαν σε αναστολή.
  • Το ποσοστό των καπνιστών στην Ελλάδα πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έκδοση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), η Ελλάδα εμφανίζει ποσοστό καπνιστών μεγαλύτερο του 42%.

Σχετικά με το αλκοόλ:

  • Σχεδόν ένα στα δύο άτομα (44,0%) ηλικίας 18-64 ετών ανέφερε εβδομαδιαία κατανάλωση και ένα στα δέκα (10,5%) καθημερινή κατανάλωση οινοπνευματωδών. Και στους δύο δείκτες οι άνδρες υπερτερούν.
  • Το ποσοστό βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης (σε μία περίσταση κατανάλωση τουλάχιστον 6 ποτών για τους άνδρες και 4 για τις γυναίκες τουλάχιστον μια φορά τον μήνα τον τελευταίο χρόνο) στους νέους 18-34 ετών ανέρχεται στο 11,5%, ποσοστό υψηλότερο σε σχέση με τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα. Τοξίκωση (μέθη) τουλάχιστον μια φορά τον τελευταίο χρόνο αναφέρει η ηλικιακή ομάδα 18-64 σε ποσοστό 20,1%, ενώ η ηλικιακή ομάδα 18-34 σε ποσοστό 41%.
  • Οι νεότεροι (18-34 ετών) καταναλώνουν αλκοόλ κυρίως έξω από το σπίτι (εστιατόριο, ταβέρνα κ.α.), ενώ οι μεγαλύτεροι (50-65 ετών) μόνοι στο σπίτι. Όσο μεγαλύτερο το εισόδημα τόσο συχνότερη και η κατανάλωση αλκοόλ. Ένας στους τέσσερις (23,3 %) είχε μεγαλώνοντας στο στενό του περιβάλλον κάποιον που έκανε υπερβολική χρήση αλκοόλ. Άτομα νεότερης ηλικίας, διαζευγμένα, χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου, κάτοικοι αστικών περιοχών, με προβλήματα σωματικής υγείας και καπνιστές/στριες τείνουν να εμφανίζουν συχνότερα βαριά επεισοδιακή κατανάλωση και διαταραχή εξάρτησης από αλκοόλ.
  • Mεταξύ 2004 και 2015, παρατηρείται αύξηση στο γενικό πληθυσμό των ποσοστών εβδομαδιαίας κατανάλωσης αλκοόλ (από 32.4% σε 44,0%) και μέθης τουλάχιστον μια φορά τον τελευταίο χρόνο (από 12,9% σε 20,1%). Υπάρχει κάποια επιδείνωση του φαινομένου στην Ελλάδα κατά την τελευταία 12ετία – περίοδος η οποία, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη οικονομική ύφεση.
  • Συγκριτικά με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση καθαρής αλκοόλης και τα ποσοστά της εβδομαδιαίας κατανάλωσης στην Ελλάδα βρίσκονται κοντά στο ευρωπαϊκό μέσο όρο (3,9 λίτρα στην Ελλάδα έναντι 4,8 λίτρα στην Ευρώπη, εβδομαδιαία κατανάλωση 44,0% στην Ελλάδα έναντι 43,1% στην Ευρώπη). Στην Ελλάδα παρατηρούνται χαμηλότερα ποσοστά ατόμων που αναφέρουν προβληματική κατανάλωση αλκοόλ (τουλάχιστον ένα σύμπτωμα προβληματικής κατανάλωσης αλκοόλ του τελευταίους 12 μήνες: 11,7% στην Ελλάδα έναντι 19,1% στην Ευρώπη).

Τέλος, όσον αφορά τις παράνομες ουσίες:

  • Η κάνναβη συνεχίζει να είναι η πιο διαδεδομένη ουσία χρήσης με το 11% του γενικού πληθυσμού να αναφέρει χρήση έστω και μια φορά στη ζωή, ποσοστό που αυξάνεται στους άνδρες 35-49 ετών σε 14,9%. Πρόσφατη χρήση αναφέρουν συχνότερα νεαροί άνδρες 18 – 34 ετών (4,5%).
  • Οι άνδρες αναφέρουν σε υπερδιπλάσιο ποσοστό χρήση κάνναβης έναντι των γυναικών (15,8% και 6,3% αντίστοιχα, για χρήση έστω και μία φορά σε όλη τη ζωή).
  • Το 2015 υψηλότερο ποσοστό ατόμων ηλικίας 35-49 ετών αναφέρουν χρήση κάνναβης έστω και μία φορά σε όλη τη ζωή (14,9% έναντι 10,5% το 2004).
  • Χρήση κάποιας παράνομης ουσίας, εκτός κάνναβης, έστω και μια φορά στη ζωή τους αναφέρει το 1,6% του γενικού πληθυσμού.
  • Σύμφωνα με στοιχεία για τη χρήση ουσιών στους 15-24 ετών, χρήση κάνναβης έστω και μία φορά σε όλη τη ζωή αναφέρει το 17%, ποσοστό σχεδόν υποδιπλάσιο του ευρωπαικού μέσου όρου (31%), αυξημένο ωστόσο περίπου κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2011. Η παραπάνω αύξηση είναι υψηλότερη συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ρητίνη κάνναβης που πωλείται στην Ευρώπη παρουσιάζει αύξηση στη δραστικότητα, σχεδόν διπλάσια από αυτήν της φυτικής κάνναβης.
  • Στην ίδια ηλικιακή ομάδα, χρήση «νέων» ψυχοδραστικών ουσιών, που μιμούνται τη δράση κάνναβης, έκστασης, κοκαϊνης, αναφέρει το 5%, ποσοστό χαμηλότερο συγκριτικά με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών (8%), αλλά αυξημένο και πάλι σε σχέση με το 2011.
  • Η κοκαΐνη παραμένει το δεύτερο πιο διαδεδομένο ναρκωτικό που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη (2,1% στα άτομα ηλικίας 15-34 ετών έκαναν χρήση κοκαΐνης τον τελευταίο χρόνο). Η αμφεταμίνη, η δεύτερη πιο διαδεδομένη διεγερτική ουσία στην Ευρώπη μετά την κοκαΐνη, παρουσιάζει σταθερή ζήτηση. Τέλος, συνεχίζουν να εμφανίζονται νέες επιβλαβείς ψυχοδραστικές ουσίες υψηλής δραστικότητας, κυρίως συνθετικά κανναβινοειδή και οπιοειδή.
  • Στις αρχικές επιπτώσεις της πανδημίας, συγκαταλέγονται ενδείξεις μείωσης του ενδιαφέροντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο για ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως σε ψυχαγωγικό πλαίσιο (π.χ. έκσταση, κοκαΐνη), ενώ φαίνεται ότι αυξήθηκε η χρήση σε ορισμένες ομάδες (π.χ. κάνναβη, νέες βενζοδιαζεπίνες).